- παρεκαττύετο
- παρεκαττύ̱ετο , παρακαττύωsew on besideimperf ind mp 3rd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαττύω — Α 1. ράβω κάτι σε κάτι άλλο, μπαλώνω 2. μέσ. παρακαττύομαι ετοιμάζω για τον εαυτό μου κάτι, ευτρεπίζω («ἡμῶν δ ἕκαστος στιβάδα παρεκαττύετο» ο καθένας μας ετοίμαζε με φύλλα το στρώμα του, το κρεβάτι του, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κασσύω … Dictionary of Greek